κότα

κότα
και κόττα, η
1. το κατοικίδιο πτηνό όρνιθα
2. μτφ. ελαφρόμυαλη και κακόγουστα φανταχτερή γυναίκα
3. φρ. α) «η κότα έκανε το αβγό ή το αβγό την κότα» λέγεται για περιπτώσεις μεγάλου διλήμματος
β) «κοιμάμαι με τις κότες» — κοιμάμαι πολύ νωρίς
γ) «κάθεται σαν κότα» — υποχωρεί εύκολα στις ερωτικές πολιορκίες
4. παροιμ.
α) «η γριά κότα έχει το ζουμί» — η ώριμη γυναίκα είναι πιο έμπειρη ερωτικά
β) «η κότα σκαλίζοντας βγάζει το μάτι της» — λέγεται γι' αυτούς που παθαίνουν ζημιά από δική τους υπαιτιότητα
γ) «κότα μου, κοτούλα μου κι εγώ σέ μαγειρεύω» — αυτός που έχει υπομονή νικά
δ) «όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα τόν τρών' οι κότες» — αυτός που ανακατεύεται σε ξένες υποθέσεις, κυρίως βρόμικες, βγαίνει ζημιωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κότα αντί τού ορθτ. κόττα < αρχ. κόττος «πετεινός» — ο μεταπλασμός τού γένους πιθ. κατ' επίδραση τού θηλ. όρνιθα, η].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κότα — κότᾱ , κοτάω pres imperat act 2nd sg κότᾱ , κοτάω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κότα — η 1. όρνιθα. 2. γυναίκα που δίνεται εύκολα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κότα Κιναμπάλου — (Kota Kinabalu). Πόλη (354.153 κάτ. το 2000) της Μαλαισίας, πρωτεύουσα της επαρχίας Σαμπάχ (73.619 τ. χλμ., 2.603.485 κάτ.). Βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο της νήσου Bόρνεο, στη Νότια Κινεζική θάλασσα. Αναπτύχθηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα ως… …   Dictionary of Greek

  • Αυρήλιος, Κότα — Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1. Ρήτορας, φίλος του Μάρκου Λίβιου Δρούσου. Έγινε ύπατος το 75 π.Χ. Ο διάλογος του Κικέρωνα De natura deorum διαδραματίζεται στο σπίτι του. 2. Ύπατος το 74 π.Χ. Ως διοικητής της Βιθυνίας, ηττήθηκε το …   Dictionary of Greek

  • γεγηρακότα — γεγηρᾱκότα , γηράσκω grow old perf part act neut nom/voc/acc pl (attic) γεγηρᾱκότα , γηράσκω grow old perf part act masc acc sg (attic) γεγηρᾱκότα , γηράω grow old perf part act neut nom/voc/acc pl (attic) γεγηρᾱκότα , γηράω grow old perf… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλέκτωρ — (I) (Α ἀλέκτωρ) κόκορας, πετεινός αρχ. 1. μτφ. για τον αυλό ή τους σαλπιγκτές 2. στη Μυκηναϊκή η λέξη μαρτυρείται έμμεσα με το όνομα Ἀλέκτωρ* (για άλλες σημασίες τής λέξεως βλ. αλέκτωρ II, III). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀλέκτωρ «κόκορας, πετεινός»… …   Dictionary of Greek

  • όρνιθα — Το θηλυκό του πετεινού. Πουλί του γένους αλέκτωρ (gallus), της οικογένειας των φασιανιδών. Βλ. λ. πετεινός. * * * η (ΑΜ ὄρνις, ιθος, δωρ. και ιων. τ. ὄρνιξ, ιχος, κρητ. τ. ὄννις, ὁ, ἡ) (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Όρνιθες τίτλος μιας από τις… …   Dictionary of Greek

  • πεπερακότα — πεπερᾱκότα , περάω 1 drive right through perf part act neut nom/voc/acc pl (attic) πεπερᾱκότα , περάω 1 drive right through perf part act masc acc sg (attic) πεπερᾱκότα , περάω 1 drive right through perf part act neut nom/voc/acc pl (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Liste griechischer Phrasen/Eta — Eta Inhaltsverzeichnis 1 Ἡ ἀνάπαυσις τῶν πόνων ἐστὶν ἄρτυμα …   Deutsch Wikipedia

  • αβγολογώ — ( άω) [αβγολόγος] 1. αγοράζω αβγά από τούς ορνιθώνες και τά μεταπουλώ 2. μαζεύω (ή και κλέβω) τα αβγά από τις φωλιές τούς 3. αναζητώ το προσφώλι (λέγεται για την κότα όταν πρόκειται να γεννήσει) 4. εξετάζω την κότα με το δάχτυλο για να δω αν έχει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”